- υπέργομος
- -ον, ΜΑπαραφορτωμένος, φορτωμένος περισσότερο από το κανονικό (α. «ἂν μή τις ὑπέργομον ποιήσῃ τὸ πορθμεῑον», Στράβ.β. «μόδιος ὑπέργομος», Επιφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + γόμος «φορτίο» (< γέμω), πρβλ. κατά-γομος].
Dictionary of Greek. 2013.